- καταπυνθάνομαι
- καταπυνθάνομαι (AM)ρωτώ να μάθω ακριβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πυνθάνομαι «ρωτώ να μάθω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπυνθάνομαι — κατά πυνθάνομαι learn pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)